«Άνθρωπος στη θάλασσα»
Ναχότκα, Πουσάν, Μπανγκόκ, 1992
Στον δρόμο διάβαζε βιβλία και μιλούσε ακατάληπτα. Σκάρταρε το μυαλό του Ινδονησιάνου κι έπρεπε επειγόντως να πάει στο γιατρό. Στο πρώτο λιμάνι προσέγγισης, το Πουσάν, συμφώνησε ο πράκτορος να τον πάει. Επέστρεψε με την αναχώρηση του πλοίου και με μια σακούλα φάρμακα, κι εγώ τον έθεσα υπό επιτήρηση, για να τον προφυλάξω όσο μπορούσα. Τα μέλη του πληρώματος, δυο-δυο κάθε φορά, είχαν το νου τους στον Αντόνιο. Το επόμενο πρωί στις πέντε και μισή, πέρασα από το δωμάτιό του να τον επισκεφθώ. Θυμάμαι ακόμα τις σαγιονάρες του έξω από την καμπίνα, εκείνος πουθενά.
Έτρεξα στην κουζίνα κι από κει στην τραπεζαρία του πληρώματος. Τίποτα. Κανείς τους δεν τον είχε δει από την τελευταία βάρδια.
Σταμάτησα το βαπόρι, ανοίξαμε τ’ αμπάρια. Το ραπορτάραμε στο υπουργείο. Είπαν: «Πάει ο Αντόνιο, θα ‘πεσε στη θάλασσα, θα τον έφαγε η προπέλα». Τότε, όπως όταν χάνεις κάτι πολύτιμο κι αποφασίζεις να χαράξεις την πορεία σου ανάποδα με την ελπίδα μόνο να το ξαναβρείς, έτσι στο λούκι της πορείας επιστρέφοντας, έξι μίλια πίσω την πρώτη φορά, δέκα μίλια πίσω τη δεύτερη, όπως κατεβαίναμε στα αριστερά πέσαμε δίπλα του από θαύμα!
Δεν πίστευα στα μάτια μου, για σκέψου, πέντε ώρες μέσα στον ωκεανό, έξω απ’ το Λάος στην Καμπότζη, ο Αντόνιο ο ναύτης, θεόγυμνος ανάσκελα, με το βλέμμα στραμμένο στον ήλιο, έπλεε ανέμελα. Γρήγορα ρίξαμε τη σωσίβια λέμβο και πλευρίσαμε. Όταν ανασύρθηκε ήταν σε έκσταση.
«Με διέταξε ο Βασιλιάς να πέσω.»
«Και πώς άντεξες;»
«Με κρατούσε ο Βασιλιάς.»

