Ο «Παπόριας» της Χίου
Μια συνάντηση με τον ναυπηγό Δημήτρη Μωράκη
«Πάρε ναυτάκι, ναυτάκι Συριανό. Λοστρόμο Πειραιώτη. Μηχανικό Μυτιληνιό, τιμόνι Καλαματιανό. Και καπετάνιο Χιώτη.»
Το ραδιόφωνο σιγομουρμουρίζει το τραγούδι του Ζαμπέτα, που αγκαλιάζει τη ναυτοσύνη ολόκληρης της Ελλάδας μέσα σε τέσσερις στίχους, καθώς μπαίνουμε στον χώρο όπου στεγάζεται το ναυπηγείο του Δημήτρη Μωράκη στην περιοχή Κοντάρι, 5 χιλιόμετρα από την πόλη. Αριστερά στέκεται επιβλητική η Ρουχουνιώτισσα, το τελευταίο ελληνικό μότορσιπ. Είναι σαν να μας καλωσορίζει σε έναν τόπο όπου τα πάντα μαρτυρούν ότι η τέχνη της ναυπηγικής βρίσκεται στη δύση της. Εκεί, λοιπόν, συναντήσαμε τον κύριο Μωράκη, τον Παπόρια της Χίου, και ζητήσαμε να μάθουμε πράγματα, γνωστά και άγνωστα, για τη ζωή του και την τέχνη του καραβομαραγκού.
«Η καταγωγή μου είναι από τη Μικρά Ασία. Στους Μικρασιάτες η θάλασσα είναι στο αίμα τους. Αν πεις στη μάνα σου το δόντι σου να βγάλεις, θα σου πει “στη θάλασσα”, τα λαιμά σου να σε πονάνε θα σου πει “στη θάλασσα”.
Μεγάλωσα στη Φτωχειά Προκυμαία (σημ: το βόρειο τμήμα του λιμανιού της Χίου). Έβλεπα να δένουν οι ανεμότρατες, τα καΐκια. Ξυπνούσα το πρωί με τον ήχο της καστάνιας που είχε η μπόμπα της άγκυρας από τα καΐκια. Άκουγα το ρίξιμο της καδένας, το φουντάρισμα του καϊκιού. Το δάσος από άρμπουρα που έβλεπα με μάγευε.


Στα 15 μου χρόνια δοκίμασα να πάω στα καράβια ως ναύτης, κράτησε για δύο χρόνια αυτό. Γρήγορα γύρισα στην τέχνη που με μάγεψε από την πρώτη στιγμή, τη ναυπηγική. Ο λόγος είναι ότι μπαίνεις στο δάσος, παίρνεις ένα δέντρο και το κάνεις καΐκι. Αυτή η τέχνη σου δίνει τη μαγική δυνατότητα να επεξεργαστείς αυτό το δέντρο. Παίρνεις, δηλαδή, κάτι ωφέλιμο από τον πλανήτη, αλλά πάλι κάτι ωφέλιμο του χαρίζεις. Δημιουργείς τη στεριά στη ναυτοσύνη. Κάνεις τη γέφυρα για να πάνε στην απέναντι πλευρά. Ναι μεν ένα δέντρο είναι για όλο τον κόσμο, όμως πάλι σε όλο τον κόσμο το παραδίδεις.